Δάνεια Ελβετικού Φράγκου: Μία πραγματική μελέτη περίπτωσης συναλλαγματικού κινδύνου
- Nick Vosniakos
- 14 Μαρ 2024
- διαβάστηκε 14 λεπτά

Πρόσφατα ήρθε στην επικαιρότητα ξανά ένα παλαιό θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο. Εγώ ως νεότερος δεν γνώριζα την συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο ως οικονομολόγος και χρηματοοικονομικός αναλυτής κλήθηκα από πολλούς να σχολιάσω το συγκεκριμένο θέμα επικαιρότητας και να απαντήσω σε ερωτήσεις τους, μετά από πληροφορίες που μου παρείχαν και προσωπική έρευνα. Τα δάνεια ελβετικού φράγκου αφορούν δάνεια, στεγαστικού κυρίως χαρακτήρα, που σύναψαν και έλαβαν Έλληνες πολίτες με ελληνικές τράπεζες με σκοπό να αγοράσουν κατοικία στην Ελλάδα. Τα δάνεια αυτά τα έλαβαν κυρίως κατά την περίοδο 2005 – 2008 με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι χορηγήθηκαν σε ξένο νόμισμα ελβετικού φράγκου και η αποπληρωμή τους θα πραγματοποιηθεί, επίσης, σε ελβετικό φράγκο. Στη συνέχεια, μετά την έκδοση του δανείου σε ελβετικό νόμισμα μετατράπηκε όλο το ποσό σε ευρώ, με την δεδομένη ισοτιμία Ευρώ/Φράγκου εκείνη τη στιγμή, καθώς οι δανειολήπτες χρειαζόταν τοπικό νόμισμα στην Ελλάδα για να διενεργήσουν συναλλαγές και να αγοράσουν το ακίνητο που σκόπευαν.
Για ποιο λόγο λοιπόν ενώ κάποιος χρειάζεται να έχει στην κατοχή του ευρώ για συναλλαγές στη χώρα του, δανείζεται σε ελβετικό φράγκο; Η απάντηση κρύβεται στα επιτόκια δανεισμού. Την περίοδο 2005 – 2008 το βασικό χορηγητικό επιτόκιο δανείων κυμαινόταν για την Ευρωζώνη 2% – 4% ενώ για την Ελβετία, του ελβετικού φράγκου, κυμαινόταν γύρω στο 1% – 2%. Έτσι, ο δανεισμός σε ελβετικό φράγκο ήταν φθηνότερος με χαμηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του δανείου, γεγονότος που κινητροποιούσε τους δανειολήπτες να δανειστούν φθηνότερα. Κατά αυτόν τον τρόπο, συνδέοντας τα δάνεια με ελβετικό φράγκο οι ελληνικές τράπεζες μπορούσαν να προσελκύσουν περισσότερους πελάτες και να τους χορηγήσουν δάνειο, προσφέροντάς τους την επιλογή του ελβετικού φράγκου, καθώς το κόστος του χρήματος για τις τράπεζες ήταν χαμηλότερο σε σχέση με το ευρώ. Μαζί, λοιπόν, με ένα περιθώριο που θα χρέωνε η τράπεζα για να έχει και αυτή κέρδος το συνολικό κόστος δανείου σε ελβετικό φράγκο θα επιβάρυνε το δανειολήπτη με τελικό εκδοτικό επιτόκιο δανείου από 3% έως 6%. Αυτή η δυνατότητα της έκδοσης σε ελβετικό φράγκο έκανε το δάνειο κατά 2% φθηνότερο σε σχέση με ένα ίδιο δάνειο που μπορούσε να εκδοθεί σε ευρώ, ευνοώντας τους δανειολήπτες, μειώνοντας το κόστος εξυπηρέτησης. Ωστόσο, με τι αντάλλαγμα; Εδώ είναι που υπάρχει μία παγίδα και τα πράγματα δυσκολεύουν...


Το Πρόβλημα
Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε τα επόμενα χρόνια έγκειται στη ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο. Βλέπετε μπορεί τα χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από το δάνειο να μετατράπηκαν σε ευρώ κατά τη λήψη του δανείου, για να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν στην Ελλάδα για αγορές, καθώς και η τράπεζα έκδοσης του δανείου να είναι ελληνική, δεν παύει ωστόσο το δάνειο να έχει εκδοθεί σε ελβετικό φράγκο με τις μηνιαίες δόσεις να απαιτούνται σε εκείνο το νόμισμα. Αυτό αρχικά δεν αποτελούσε πρόβλημα καθώς με τις τότε ισοτιμίες το ευρώ ήταν ισχυρότερο του ελβετικού φράγκου και οι Έλληνες πολίτες μπορούσαν να αγοράσουν περισσότερα ελβετικά φράγκα με λιγότερα ευρώ για να αποπληρώσουν την δόση τους, μία κατάσταση που τους συνέφερε αρκετά. Έτσι, ήταν διπλά ευνοημένοι τόσο από το χαμηλό κόστος δανεισμού, λόγω χαμηλών επιτοκίων, όσο και από τη χαμηλή ισοτιμία φράγκου/ευρώ που έκανε διαχειρίσιμες τις δόσεις.
Στη συνέχεια όμως με την πάροδο των ετών η ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ αυξανόταν συνεχώς, καθώς το ελβετικό φράγκο ισχυροποιούνταν συγκριτικά με το ευρώ. Αυτό το γεγονός έκανε πιο δύσκολη την αποπληρωμή του δανείου, καθώς οι Έλληνες κάθε μήνα έπρεπε να δεσμεύουν όλο και περισσότερα ευρώ για να αγοράζουν συνάλλαγμα σε ελβετικό φράγκο και να αποπληρώνουν τη δόση του δανείου σε φράγκο. Αυτό συνέχισε να συμβαίνει συνεχώς από το 2005 μέχρι και σήμερα, καθώς το ελβετικό φράγκο έχει μεγαλύτερη ζήτηση από το ευρώ και συνεχώς αυξάνεται η ισοτιμία, ως ασφαλές νόμισμα μιας πολύ σταθερής και εύρωστης οικονομίας. Έτσι, οι δανειολήπτες βίωναν ένα αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του δανείου τους, απαιτώντας όλο και περισσότερα χρήματα κάθε μήνα σε ευρώ για να πληρώσουν τη δόση τους και να είναι ενήμεροι στο δάνειο, χωρίς καθυστερήσεις πληρωμών. Μία περίοδος ανακούφισης αποτέλεσε η περίοδος 2012 – 2015 όταν η ελβετική κεντρική τράπεζα αποφάσισε να εφαρμόσει μία θαρραλέα νομισματική πολιτική, θέτοντας ανώτατο όριο στην συναλλαγματική της ισοτιμία. Με αυτόν τον τρόπο, συγκράτησε και υποτίμησε εσωτερικά το νόμισμά της για να κάνει τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά για εξαγωγές, δίνοντας μία ώθηση στην τοπική οικονομία και αποτρέποντας αντιπληθωριστικούς κινδύνους, λόγω της οικονομικής κρίσης του 2007-2008. Αυτό απέτρεπε επενδυτές να αναζητήσουν ασφαλές καταφύγιο για τα χρήματά τους σε ελβετικό φράγκο, με την κεντρική ελβετική τράπεζα να αγοράζει ξένο συνάλλαγμα στην κλειδωμένη ισοτιμία μαζικά, σε μεγάλες ποσότητες, απορροφώντας τις μαζικές ανατιμήσεις του εθνικού νομίσματος, που έκαναν τα εθνικά ελβετικά προϊόντα ακριβότερα στο εξωτερικό.
Ωστόσο, από το 2015 και έπειτα απελευθερώθηκε ξανά η συναλλαγματική ισοτιμία, η οποία επανήλθε και συνέχισε την αυξητική της πορεία. Το γεγονός αυτό δυσκόλεψε περισσότερο τους δανειολήπτες στην αποπληρωμή, καθώς η μηνιαία δόση αυξήθηκε σε δυσθεώρητα επίπεδα συγκριτικά με το επίπεδο εισοδήματος του μέσου νοικοκυριού, το οποίο δεν μπορούσε να συμβαδίσει με τους ρυθμούς αύξησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Έτσι, παρά την αρχική φαινομενική ωφέλεια από το μειωμένο κόστος δανεισμού λόγω των επιτοκίων, οι δανειολήπτες εκτέθηκαν σε αυτό που ονομάζουμε στα χρηματοοικονομικά συναλλαγματικό κίνδυνο. Ο συναλλαγματικός κίνδυνος αναφέρεται σε απώλειες που μπορεί να υποστεί κανείς σε μία συναλλαγή εξαιτίας των διακυμάνσεων διαφορετικών νομισμάτων. Στην περίπτωση που η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου μειωνόταν οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο θα ήταν πολύ ευνοημένοι, κάτι που δεν συνέβη, με τις αυξητικές τάσεις του φράγκου να είναι τόσο ισχυρές που να καθιστούν τις μηνιαίες δόσεις πολύ δύσκολο να ικανοποιηθούν. Παρόλο που αρχικά η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου ήταν χαμηλή και υπήρχε η δυνατότητα να αγοραστεί εύκολα συνάλλαγμα, πλέον έχει ξεπεράσει το 1€, δυσχεραίνοντας την θέση των δανειοληπτών.

Χαρακτηριστικά δανείου και εξέλιξη πίνακα πληρωμών
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η κατάσταση σας έχω δημιουργήσει ένα αναλυτικό πρακτικό παράδειγμα με νούμερα, ενός πιθανού δανείου που θα μπορούσε να είχε συναφθεί το 2006. Ας υποθέσουμε ότι αυτό το δάνειο έχει 20 έτη διάρκεια αποπληρωμής, με μηνιαία συχνότητα αποπληρωμής των δόσεων του και είναι σταθερού τοκοχρεολυσίου, δηλαδή απαιτεί σταθερή δόση κάθε μήνα. Το ποσό του δανείου ανέρχεται σε 200.000 ελβετικά φράγκα (CHF) ενώ έχει εκδοθεί με σταθερό επιτόκιο, το οποίο ανέρχεται ετησίως συνολικά στο 5%. Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω χαρακτηριστικά του δανείου αλλά και την τοκοχρεολυτική μέθοδο υπολογισμού, η μηνιαία δόση του υποθετικού μας δανείου θα ανέρχεται στα 1.320 ελβετικά φράγκα, δηλαδή θα απαιτούνται 240 δόσεις συνολικά για την πλήρη αποπληρωμή τόσο του κεφαλαίου των 200.000 CHF όσο και των υπολογισθέντων τόκων. Η μέθοδος του σταθερού τοκοχρεολυσίου είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος υπολογισμού των δανείων, κατά την οποία ο τόκος κάθε περιόδου υπολογίζεται κάθε φορά βάσει του υπολειπόμενου ανεξόφλητου κεφαλαίου, κάθε μήνα, με αναγωγή του ετησίου επιτοκίου 5% σε μηναίο 0,4167%. Έτσι, διαμορφώνεται ο πίνακας πληρωμών του δανείου σε ελβετικό φράγκο.

Όπως βλέπουμε στον παραπάνω πίνακα με μηνιαία δόση 1.320 CHF το δάνειο αποπληρώνεται σε 20 χρόνια ή 240 μήνες, όπου τελικά ο δανειολήπτης καλείται να αποπληρώσει συνολικά στην τράπεζα 316.779 CHF, από τα οποία 200.000 CHF είναι το κεφάλαιο που δανείστηκε το 2006 ενώ τα υπόλοιπα 116.779 CHF είναι οι τόκοι που θα κερδίσει η τράπεζα. Βέβαια το κεφάλαιο των 200.000 CHF δεν έχει κανένα νόημα στο νόμισμα που βρίσκεται, καθώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην Ελλάδα, όπου το νόμισμα είναι το ευρώ. Γι’ αυτό το δάνειο μετατρέπεται αυτομάτως σε ευρώ την ημέρα έκδοσής του, με την τότε ισοτιμία που ήταν τον Ιανουάριο του 2006, 0,6437. Αυτό σημαίνει ότι ο δανειολήπτης είχε στην κατοχή του 128.734€ (τόσο αντιστοιχούν τα 200.000 CHF) για να χρησιμοποιήσει για συναλλαγές στη χώρα και συγκεκριμένα για την αγορά στέγη, όπως έκαναν οι περισσότεροι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο. Βέβαια υπάρχει ρήτρα αποπληρωμής σε ελβετικό φράγκο άρα κάθε μήνα θα πρέπει να μετατρέπουν μέρος του εισοδήματός τους από ευρώ σε ελβετικά φράγκα για να αποπληρώνουν τη δόση τους. Σε αυτήν την περίπτωση αν υπολογίσουμε τις αντίστοιχες δόσεις σε ευρώ έχουμε τον επόμενο πίνακα αποπληρωμής.

Παρατηρούμε ότι από ένα σημείο και έπειτα η μηνιαία δόση άρχισε να αυξάνεται, εξαιτίας την ανοδικής πορείας της ισοτιμίας. Έτσι, μία δόση που κάποτε απαιτούσε 850€ για να πληρωθεί, έφτασε σήμερα το 2022 να χρειάζεται 1.341€, δηλαδή μέσα σε 15 έτη αυξήθηκε περίπου κατά 58%! Παρακολουθώντας τα διαγράμματα αποπληρωμής παρακάτω, διαπιστώνουμε ότι σε ορισμένα σημεία σε ευρώ πέρα από την αύξηση της δόσης, αυξάνεται και το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό αποπληρωμής σε ευρώ. Η έντονη άνοδος που παρατηρείται το 2015, οφείλεται στο γεγονός της απελευθέρωσης της ισοτιμίας από την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα, που εξηγήσαμε παραπάνω και στην ανοδική τάση της ισοτιμίας που φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα. Σημειώνουμε ότι στα πρώτα χρόνια της αποπληρωμής το ποσό της δόσης που πηγαίνει στους τόκους είναι μεγαλύτερο από αυτό που πηγαίνει στην αποπληρωμή κεφαλαίου. Αυτό είναι απόλυτα λογικό και οφείλεται στη μέθοδο υπολογισμού της αποπληρωμής των τοκοχρεολυτικών δόσεων, όπου αρχικά το υπολειπόμενο ανεξόφλητο ποσό που χρησιμοποιείται ως βάση υπολογισμού του τόκου είναι μεγαλύτερο.


Τέλος, παρατηρούμε τις έντονες διακυμάνσεις της δόσης σε ευρώ και την αβεβαιότητα που ενέχει για έναν δανειολήπτη, ο οποίος εργάζεται και κερδίσει το εισόδημά του σε ευρώ αλλά δεν γνωρίζει πόσα χρήματα θα απαιτούνται στο τέλος του μήνα για να ικανοποιήσει τη δόση του σε ελβετικό φράγκο. Αυτό ακριβώς είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος και ο βασικότερος λόγος που πρέπει να αποφεύγεται. Η έλλειψη γνώσης και κατανόησης αυτού του κινδύνου οδηγεί σε αδικαιολόγητη λήψη επιπλέον κινδύνου, δημιουργώντας επιπλέον προβλήματα, όπως αυτό. Οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο πήραν μια λανθασμένη απόφαση στη σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο, καθώς τα χρήματα που χρειαζόταν για αγορά σπιτιού και άλλες συναλλαγές στην Ελλάδα είναι τα ευρώ και με αυτά μόνο μπορούν να πραγματοποιήσουν πληρωμές. Το να συνάψει κανείς δάνειο σε ξένο νόμισμα και μετά να το μετατρέψει σε τοπικό για να το χρησιμοποιήσει αλλά η αποπληρωμή, προφανώς, να πραγματοποιείται στο νόμισμα σύναψης του δανείου, αποτελεί μη ορθολογική χρηματοοικονομική επιλογή, καθώς αναλαμβάνεται επιπλέον περιττός κίνδυνος, χωρίς κάποια ωφέλεια.
Καλύτερα την περίοδο εκείνη οι δανειολήπτες να επιβαρύνονταν με υψηλότερο κόστος δανεισμού λόγο των υψηλότερων επιτοκίων παρά να αναλάμβαναν περιττούς κινδύνους, όπως ο συναλλαγματικός. Στο παραπάνω παράδειγμα αν αυτά τα 128.734€ τα δανειζόταν σε ευρώ, μπορεί να επιβαρυνόταν επιπλέον με 2% επιτόκιο, δηλαδή το ετήσιο επιτόκιο από 5% να διαμορφωνόταν γύρω στο 7% αλλά τότε η δόση θα ήταν σταθερή περίπου στα 1.000€ μηνιαίως. Μπορεί να φαίνεται αρχικά αυξημένη συγκριτικά με τα 850€ που απαιτούνταν για το ελβετικό φράγκο αλλά το κέρδος είναι ότι παραμένει διαχρονικά σταθερή μέχρι την λήξη αποπληρωμής του δανείου, με την εγγύηση ότι ποτέ δεν θα αυξηθεί πάνω από 1000 €, κάτι που δυστυχώς συνέβη στο δάνειο ελβετικού φράγκου του παραδείγματος, εκτροχιάζοντας τις πληρωμές από το 2021 και μετά.
Το παραπάνω παράδειγμα δομήθηκε με την υπόθεση ότι το επιτόκιο χορήγηση του δανείου είναι σταθερό. Σε περίπτωση κυμαινόμενου επιτοκίου τα πράγματα αλλάζουν δραματικά και απαιτείται ξεχωριστή ανάλυση, καθώς προστίθεται και δεύτερη μεταβλητή που μεταβάλλεται, εκθέτοντας τους δανειολήπτες πέρα από το συναλλαγματικό κίνδυνο και σε επιτοκιακό κίνδυνο. Μία τέτοια περίπτωση θα αύξανε ακόμη περισσότερο τις διακυμάνσεις και θεωρώ σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα μπορεί να εξυπηρετείται το δάνειο και να είναι βιώσιμο. Δυστυχώς υπήρχαν και τέτοιου είδους δάνεια που ίσως αναλύσουμε σε μελλοντικό άρθρο.
Ενδεδειγμένες περιπτώσεις δανείων σε ξένο νόμισμα
Η ανάληψη συναλλαγματικού κινδύνου πρέπει να αποφεύγεται, όπως και οποιουδήποτε άλλου κινδύνου, όποτε είναι δυνατόν. Η μοναδική περίπτωση που αναγκαστικά χρειάζεται να αναληφθεί τέτοιος κίνδυνος που γνωρίζω είναι στο διεθνές εμπόριο. Εταιρείες εισαγωγικού και εξαγωγικού χαρακτήρα χρειάζεται είτε να πραγματοποιούν πληρωμές σε ξένο νόμισμα για την απόκτηση πρώτων υλών και εμπορευμάτων, είτε να δέχονται πληρωμές σε ξένο νόμισμα από πωλήσεις προϊόντων, αν δραστηριοποιούνται σε άλλα κράτη με διαφορετικό νόμισμα από αυτό της χώρας λειτουργίας τους. Σε αυτή την περίπτωση είναι εκτεθειμένοι σε συναλλαγματικό κίνδυνο. Ειδικότερα οι επιχειρήσεις αποφεύγουν να δανείζονται σε ξένο νόμισμα, διαφορετικό από αυτό της λειτουργίας τους όταν δεν το χρειάζονται. Ειδικότερα, μία επιχείρηση θα προβεί σε σύναψει δανείου σε ξένο νόμισμα αν χρειάζεται να αγοράσει εμπορεύματα ή πρώτες ύλες από άλλες χώρες διαφορετικού νομίσματος και δεν διαθέτει τα απαραίτητα συναλλαγματικά διαθέσιμα αλλά ούτε και τα χρήματα σε τοπικό νόμισμα για να τα μετατρέψει στην αγορά συναλλάγματος. Έτσι, συνάπτει δάνειο σε νόμισμα που πρόκειται να χρησιμοποιήσει και να αγορασει τα αγαθά ή οι υπηρεσίες. Έτσι, και για την στεγαστική πίστη στην Ελλάδα είναι ορθολογικό να συνάψει κανείς δάνειο σε ευρώ, αφού ευρώ χρειάζεται για να αγοράσει σπίτι. Τι να τα κάνει τα ελβετικά φράγκα...; Δεν ζει στην Ελβετία!
Προστασία έναντι των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών
Τόσο οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται διεθνώς όσο και οι τράπεζες που διαθέτουν διάφορα συναλλαγματικά διαθέσιμα σε διάφορα νομίσματα, προσπαθούν να προστατευθούν από τον συναλλαγματικό κίνδυνο. Ένας από τους τρόπους που το επιτυγχάνουν είναι με τη χρήση παραγώγων συμβολαίων για την αντιστάθμιση του κινδύνου. Επίσης, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε συμφωνίες αγοράς συναλλάγματος πριν το χρειαστούν για να είναι βέβαιές τόσο για την τιμή όσο και για την ποσότητα που μπορεί να χρειαστούν για κάποια μελλοντική συναλλαγή. Παράλληλα, επιλέγουν να έχουν διπλές αντίστροφες χρηματοροές, δηλαδή σε μία χώρα που πραγματοποιούν αγορές πρώτων υλών σε ξένο νόμισμα και δαπανούν χρήματα, προσπαθούν να κερδίζουν χρήματα από έσοδα λόγω πωλήσεων σε αυτό το νόμισμα για μειώνουν το χάσμα συναλλάγματος. Η προστασία από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι μια συνεχής διαδικασία που απαιτεί γνώση τόσο των αγορών όσο και παρακολούθηση των εξελίξεων, που σε καμία περίπτωση δεν είχαν τη δυνατότητα να κάνουν οι Έλληνες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο. Στην απόφαση για τη λήψη δανείου είναι κρίσιμο να υπάρχουν λογικοί συλλογισμοί και όχι ευκαιριακοί (π.χ. λόγω ευνοϊκότερων επιτοκίων), οι οποίοι συνηγορούν στη λήψη ορθολογικότερων αποφάσεων.
Προστασία δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο
Το θέμα των δανείων σε ελβετικό φράγκο δεν είναι μόνο ελληνικό. Την ίδια περίοδο πολίτες από την Πολωνία, την Κροατία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία προέβησαν στη σύναψη τέτοιων δανείων με το ίδιο σκεπτικό του μειωμένου επιτοκίου. Με την αυστηρή έννοια της ελεύθερης οικονομίας αυτοί οι δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο δεν θα πρέπει να βοηθηθούν. Πρόκειται για προσωπική τους επιλογή και σύμβαση που υπέγραψαν και αποδέχτηκαν με την τράπεζά τους, λαμβάνοντας υπόψιν όλες τις παραμέτρους. Ωστόσο, μαζική αθέτηση πληρωμών μπορεί να επηρεάσει την κερδοφορία των τραπεζών και την οικονομική τους εικόνα, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος εμφάνισης πολλών μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ώρα που όλες οι τράπεζες κάνουν πολύ εντατική προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτά και να τα διαχειριστούν. Βέβαια αυτό δεν θα επηρεάσει έντονα ολόκληρη την οικονομία και δεν αποτελεί συστημικό πρόβλημα για καμία από τις προαναφερόμενες χώρες, καθώς αυτοί οι δανειολήπτες δεν αποτελούν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Επίσης, τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια έχουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό αποπληρωθεί και απομένουν λίγα χρόνια ακόμη για την πλήρης εξόφληση. Με μία αναδιάρθρωση δόσεων και επιμήκυνση χρέους ή αναχρηματοδότηση ίσως λυνόταν για κάποιους το πρόβλημα, χωρίς την ανάγκη άμεσης συμμετοχής της κυβέρνησης. Αυτό όμως που θα δημιουργούσε συστημικό πρόβλημα και θα στρέβλωνε την αγορά είναι οι μαζικές καταγγελίες των δανειακών συμβάσεων και αδυναμίες πληρωμών και το ενδεχόμενο χιλιάδων πλειστηριασμών που θα πλήξουν την αγορά ακινήτων αν αποφασίσουν οι τράπεζες να κατασχέσουν το ακίνητο που έχει τεθεί ως εγγύηση.
Ένας από τους τρόπους που ίσως μπορούσαν οι δανειολήπτες να αναζητήσουν βοήθεια είναι με τη νομική οδό ισχυριζόμενοι ότι δεν ενημερώθηκαν για τους κινδύνους και ότι η σύναψη αυτών των δανείων απαιτούσε κάποια πιστοποίηση από τους τραπεζικούς υπαλλήλους που τα εξέδωσαν. Δηλαδή, να βασιστούν σε κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες σε όλη τη διαδικασία, για τις διάφορες αξιώσεις τους. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει διαπιστώσει την ελλιπή ενημέρωση των δανειοληπτών από τις τράπεζες, αποσιωπώντας ή υποβαθμίζοντας συχνά τον συναλλαγματικό κίνδυνο, αλλά τέτοιου είδους υποθέσεις τις θεωρώ αρκετά χρονοβόρες και πολυέξοδες με αβέβαια αποτελέσματα, την ώρα που οι δόσεις τρέχουν και κινδυνεύει το δάνειο να καταστεί μη εξυπηρετούμενο. Μία από τις προτεραιότητες του εποπτικού έργου της ΕΚΤ είναι να αποτρέπει και να αντιμετωπίζει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Ένα δάνειο γίνεται μη εξυπηρετούμενο όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο δανειολήπτης είναι απίθανο να αποπληρώσει το δάνειο ή έχει να καταβάλλει τις συμφωνηθείσες δόσεις πάνω από 90 ημέρες. Γι’ αυτό υπάρχει ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση ή έστω τον περιορισμό αυτού του τραπεζικού προβλήματος ευρωπαϊκά.
Υπάρχουν θετικά παραδείγματα διαφόρων τρόπων αντιμετώπισης από όλη την Ευρώπη. Η προστασία των καταναλωτών από αυτά τα δάνεια αφέθηκε στην αρμοδιότητα του κάθε μέλους κράτους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρώτη χώρα που παρείχε ανακούφιση από τις πιστώσεις σε ελβετικό φράγκο ήταν η Ουγγαρία, κάτι που το έκανε μόλις δύο μήνες προτού η Ελβετική Εθνική Τράπεζα απελευθερώσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου. Τότε δόθηκε η δυνατότητα να μετατραπούν όλα τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο στο τοπικό νόμισμα φιορίνι της Ουγγαρίας, με την ισοτιμία της 7/11/2014, ανεξάρτητα από τη συναλλαγματική ισοτιμία τη στιγμή του δανεισμού και να συνεχίσει η αποπληρωμή σε τοπικό νόμισμα. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η Ρουμανία το 2016 μετατρέποντας το υπόλοιπο των ελβετικών δανείων σε λέου. Η Κροατία διαφοροποιήθηκε λιγάκι δίνοντας τη δυνατότητα επιλογής μετατροπή των δανείων σε ελβετικό φράγκο είτε σε ευρώ είτε σε κούνα, το Σεπτέμβριο του 2015. Είναι κάτι το οποίο θα είχε ενδιαφέρον να το δούμε να συμβαίνει και στη χώρα όχι μόνο μαζικά αλλά και ατομικά για τον κάθε δανειολήπτη. Εγώ προτρέπω όσους έχουν πρόβλημα να συζητήσουν με την τράπεζά τους αυτή την εναλλακτική από μόνοι τους και να επαναδιαπραγματευθούν τους όρους του δανείου, καταλήγοντας σε μία win – win κατάσταση που ευνοεί και τα δύο αντισυμβαλλόμενα μέρη. Είναι κάτι πιο άμεσο και γρήγορο συγκριτικά με τη νομική οδό, ειδικά αν έχει ο δανειολήπτης μπορεί να προτείνει κάποιο αντάλλαγμα στην τράπεζα με διαφορετικούς όρους αποπληρωμής, βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα των δόσεων που θεωρώ ότι είναι ο νούμερο 1 στόχος. Στη Σλοβενία με νόμο που ψηφίστηκε φέτος, η κυβέρνηση υποχρέωσε τις τράπεζες να μοιραστούν το συναλλαγματικό κίνδυνο και την επιπλέον επιβάρυνση των δόσεων με τους δανειολήπτες, συμβάλλοντας και αυτές μερικώς στο πρόβλημα, μειώνοντας ωστόσο την κερδοφορία τους. Βέβαια οι τράπεζες μπλόκαραν την εφαρμογή του νόμου ως αντισυνταγματική εξαιτίας της αναδρομικής ισχύς και αναμένεται το συνταγματικό δικαστήριο να αποφασίσει για το ζήτημα. Ενδιαφέρον θα είχε και η εφαρμογή της προστασίας ώστε η διακύμανση της ισοτιμίας να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό με επαναυπολογισμό δόσεων. Το 2008 στην Πολωνία είχαν ξεκινήσει ενέργειες για την παροχή κάποιων επιπλέον επιλογών στους δανειολήπτες, για την εξομάλυνση του προβλήματος αλλά οι τράπεζες χρέωναν πολύ υψηλές αμοιβές διεκπεραίωσης (παράβολα) της αίτησης τροποποίησης που καθιστούσαν την μετατροπή και τη διαφοροποίηση του δανείου ασύμφορη για τους καταναλωτές που επέλεξαν αυτή την δυνατότητα, εγκαταλείποντας την προσπάθεια! Φυσικά και δεν περίμενα κάτι λιγότερο... Προφανώς και τέτοιου είδους προτάσεις θα συναντήσουν αντίσταση, καθώς επηρεάζονται συμφέροντα και οι τράπεζες χάνουν προγραμματισμένα έσοδα από αυτές τις επιλογές... Είναι βέβαιο ότι θα αντισταθούν με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς είναι αυτές που χάνουν χρήματα. Οι μόνες χώρες που έχουν μείνει χωρίς προστασία των δανειοληπτών από αυτά τα δάνεια είναι η Πολωνία και η Ελλάδα.
Προβλέψεις για το μέλλον
Δεδομένων των διεθνών συνθηκών, της ενεργειακής κρίσης αλλά περισσότερο του πληθωρισμού το μέλλον για αυτούς τους δανειολήπτες προβλέπεται δυσοίωνο. Όλες οι κεντρικές τράπεζες, η μία μετά την άλλη ανεβάζουν τα επιτόκια για να καταστήσουν ακριβότερο το δανεισμό χρήματος και να περιορίσουν την κυκλοφορία χρήματος, σε μία προσπάθεια να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Το ίδιο πράττει και η ελβετική κεντρική τράπεζα, όπως και όλες οι υπόλοιπες. Όμως, η άνοδος των επιτοκίων συνήθως αυξάνει και την ισοτιμία. Άρα, είναι βέβαιο ότι οι Έλληνες θα δουν ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις στις μηνιαίες δόσεις, αφού η ισοτιμία του ελβετικού φράγκου θα συνεχίσει αυξανόμενη. Επίσης, δεν είμαι βέβαιος ότι βελτιωτικές ενέργειες στους όρους των δανείων αυτών ή κάποια πιθανή μετατροπή ή προστασία θα έχει ουσιαστικό όφελος και αντίκτυπο στην προστασία των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο. Βλέπετε όλες οι παραπάνω χώρες προέβησαν σε ενέργειες από το 2014 έως το 2016 και μόνο η Σλοβενία που το έπραξε το 2022 με διαφορετική ενέργεια τελικά επηρεάζεται η συνταγματικότητα λόγω της αναδρομικής ισχύς. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε οποιαδήποτε απόφαση ή αναδιάρθρωση των δανείων σε ελβετικό φράγκο να έχει αναδρομική ισχύ αλλά πρέπει να περιορίζεται μονάχα στις μελλοντικές πληρωμές. Φαίνεται ότι η πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση είναι η μετατροπή του υπόλοιπου του δανείου σε ευρώ, καθώς αυτή η τακτική βρήκε πρόσφορο έδαφος σε 3 χώρες, αλλά αυτό πλέον είναι ασύμφορο με τις σημερινές ισοτιμίες και θα απαιτούνταν μετά την μετατροπή και αναδιάρθρωση των δόσεων για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί με επιμήκυνση του χρέους αλλά και την επιβάρυνση με τόκους. Επίσης, απομένουν λίγα ακόμη χρόνια για την αποπληρωμή πλήρως του δανείου, γεγονός που αποθαρρύνει πλέον τους εμπλεκόμενους να βρούνε λύση, διότι πέρασε το πλήρωμα του χρόνου και δεν θα βοηθούσε ουσιαστικά. Η λύση έπρεπε να είχε έρθει πολύ νωρίτερα, καθώς πλέον δεν θα βοηθήσει σημαντικά τους δανειολήπτες, απλώς θα τους ξεκουράσει. Οι Έλληνες δανειολήπτες σε ελβετικό φράγκο είναι οργανωμένοι με σύλλογο και πολλές νομικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια ένταξης σε καθεστώς προστασίας. Συλλέγουν ακόμη και υπογραφές για την προώθηση των προτάσεών τους αλλά εγώ προσωπικά δεν θεωρούσα ποτέ τέτοιου είδους δραστηριότητες αποτελεσματικές εξαιτίας του μεγάλου χρόνου υλοποίησης που απαιτούν αλλά και του υψηλού κόστους. Παρόλα αυτά εύχομαι καλή επιτυχία!
Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι μια δανειακή σύμβαση θα πρέπει να μελετάται διεξοδικά, όπως και κάθε άλλη σύμβαση, με πολύ προσοχή σε όλες τις ρήτρες αλλά και στους εμπλεκόμενους κινδύνους, χωρίς επιπολαιότητες. Μπορεί σημεία που αρχικά φαίνονται ευνοϊκά, με ξαφνική αλλαγή των συνθηκών να επηρεαστούν πολύ έντονα γεννώντας άλλα προβλήματα. Κρίνεται αναγκαία η συμβουλή ενός χρηματοοικονομικού συμβούλου πριν την απόφαση σύναψης δανείου, ο οποίος θα μελετήσει διεξοδικά όλα τα εναλλακτικά σενάρια που μπορεί να πραγματοποιηθούν με τις πιθανότητες εμφάνισής τους, καθώς και τη βιωσιμότητα όλου του προγράμματος πληρωμών αναλυτικά, όπως σας έκανα εγώ παραπάνω με τους πίνακες. Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και η άντληση κεφαλαίων με τη χρήση χρέους μέσω δανείων είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομίας και την επίτευξη ανάπτυξης, ωστόσο εγκυμονεί κινδύνους. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να δαιμονοποιούνται τα δάνεια και οι τράπεζες και να αποφεύγονται, αντιλήψεις που συναντώνται αρκετά στην Ελλάδα, γιατί αυτό περιορίζει την ανάπτυξη και τη δημιουργία νέων ευκαιριών. Αυτό που πρέπει να γίνεται είναι η σωστή επαγγελματική προσέγγιση της χρηματοδότησης, με υψηλού επιπέδου ανάλυση. Οι δανειολήπτες θα πρέπει να ενημερώνονται και να καθοδηγούνται από ανεξάρτητους συμβούλους τους οποίους πρέπει να προσλάβουν και να πληρώσουν για να προστατευτούν από απροσδόκητες εξελίξεις αλλά και για να κατανοήσουν όλα τα προσφερόμενα χρηματοοικονομικά προϊόντα αν ταιριάζουν με τις ανάγκες τους. Περιπτώσεις όπως αυτή του συναλλαγματικού κινδύνου μπορούσε εύκολα να γίνει αντιληπτή από έναν επαγγελματία χρηματοοικονομικό σύμβουλο. Έχω δει ανθρώπους να συμβουλεύονται το λογιστή τους ή το δικηγόρο τους για το παραμικρό αλλά στην τράπεζα αρκούνται στις προτάσεις του τραπεζίτη με τον οποίο συναναστρέφονται, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητος, καθώς προωθεί τα προϊόντα της τράπεζάς του. Η αναζήτηση ανεξάρτητων εξαιρετικών συνεργατών είναι η βάση της επιτυχίας και της χρηματοοικονομικής γαλήνης.